Στο σταθμό του ΚΤΕΛ στον Κηφισό
πως σε περίμενα
Απ' τη μια απελπίζομαι λέω ως εδώ
Μην με κοιτάτε στα μάτια, ντρέπομαι.
Σου ‘χει τύχει ποτέ να ερωτευτείς ένα τραγούδι; Να το ακούς και να χτυπάει η καρδιά σου γρηγορότερα; Έχει τύχει ποτέ να νιώσεις το στομάχι σου να σφίγγετε ακούγοντάς το στο ραδιόφωνο; Έφαγες τα νύχια σου από ανυπομονησία μέχρι την επόμενη φορά; Σου έχουν κοπεί τα γόνατα όταν μπαίνει η εισαγωγή στη συναυλία? Προσπάθησες ποτέ να το πεις σε κανέναν;
Είπα κι εγώ αυτές τις μέρες ως σινεφιλ και θεσσαλονικιά να δω κανα δυο ταινίες στο φεστιβάλ. Μια απο αυτές ήταν και η "Επιστροφή" του Βασίλη Δούβλη. Δεν μπορώ να πω καλογυρισμένη ταινία – αξιόλογη παραγωγή. Το θέμα της όμως ήταν κάπως είναι η αλήθεια. Τι θέλω να πω. Λοιπόν, η ταινία διαδραματίζεται κάπου στην Ήπειρο. Ένας Έλληνας, ο Ηλίας, που είχε πάει μετανάστης στη Γερμανία στα νιάτα του επιστρέφει μετά απο 35 χρόνια στην πατρίδα μόνιμα. Παντρεύει τη μοναχοκόρη του, η οποία όμως γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία και δεν έχει σκοπό να φύγει απο εκεί. Έτσι μόλις τελειώσουν τα πανηγύρια του γάμου παίρνει τον γαμπρό και επιστρέφει στην Γερμανία παρόλο που ο Ηλίας, τους αγόρασε ένα ταβερνο - καφε - βενζινάδικο. Καλά μέχρι εδώ. Ο πικραμένος πατέρας τώρα, αποφασίζει να δουλέψει ο ίδιος το μαγαζάκι μέχρι να γυρίσουν τα παιδιά του. Στην πορεία γνωρίζει έναν λαθρομετανάστη απο την Αλβανία, τον Πέτρο, τον οποίο παίρνει υπο την προστασία του γιατί του θυμίζει τον εαυτό του όταν ξεκίνησε. Καλά και ως εδώ. Ο Αλβανός τώρα ερωτεύεται την γυναίκα του προστάτη του η οποία άλλωστε είναι πολύ νεότερη από τον Ηλία. Τον ερωτεύεται και αυτή όμως. Και εδώ αρχίζουν τα σχόλια στην κατάμεστη αίθουσα «α ορίστε, είδες ο Αλβανός» και τέτοια σε υποτιμητικό τόνο. Βέβαια μέχρι στιγμής τίποτα μεμπτό για την ταινία. Δεν φταίνε οι δημιουργοί για το κοινό.
Τώρα όμως θα σας πω το τέλος. Αν δεν θέλετε να σας το χαλάσω, διακόψατε την ανάγνωση. Ο Ηλίας μαθαίνει ότι ο Πέτρος και η γυναίκα του έχουν σχέση. Ξεμοναχιάζει λοιπόν με την κυνηγητική του καραμπίνα τον Πέτρο στο βουνό όπου του λέει ότι τα ξέρει όλα, σημαδεύοντας τον. Όμως πυροβολεί στον αέρα και πετάει κάτω την καραμπίνα μην αντέχοντας να σκοτώσει άνθρωπο. Φεύγει. Ο Πέτρος τώρα παίρνει το όπλο και τον πυροβολεί στην ψύχρα. Φυσικά ο Ηλίας πεθαίνει σύντομα. Ο Πέτρος επιστρέφει στο σπίτι και λέει στην Ελένη ότι σκότωσε τον Ηλία, και αυτή τον καλύπτει στην αστυνομία, δίνοντάς του άλλωθι. Σύντομα όμως ο Πέτρος την παρατάει.
Ηθικό δίδαγμα: οι καλοί Έλληνες δίνουν στους Αλβανούς δουλειά, στέγη, τροφή και οι κακοί Αλβανοί τους πηδάνε τις γυναίκες και τους σκοτώνουν!
Ζήτω στις ελληνικές ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ταινίες.
Χθες βρέθηκα σε μια μικρή, αλλά γνωστή «μουσική σκηνή» της πόλης. Απολάμβανα την μουσική και χαιρόμουνα με την υπέροχη φωνή του Παυλίδη πίνοντας το κρασάκι μου με άτομα που εκτιμώ ιδιαιτέρως. Άξαφνα μία φίλη λέει μαγεμένη μετά από μια πολύ ωραία ερμηνεία εντελώς φυσικά, «τι ωραία φωνή που έχει; Όμορφη και καθαρή». Και μου δημιουργήθηκε η εξής απορία. Γιατί στα μπουζούκια πάντα η φωνή του εκάστοτε τραγουδιστή ακούγεται χάλια; Δεν εννοώ από άποψη τονικότητας. Αναφέρομαι στην ακουστική του χώρου. Εντάξει, δεν συχνάζω στα μπουζούκια. Αλλά όπως οι περισσότεροι φαντάζομαι έχουν βρεθεί «έστω και με τη βία» στο χώρο 2-3 φορές. Κυρίως λόγω των σχολικών εκδρομών. Λοιπόν όσο κι αν στύψω το μυαλό μου δεν μπορώ να θυμηθώ καμιά φορά να ακούω τη φωνή του τραγουδιστή. Ούτε των άσημων που βγαίνουν αρχικά αλλά ούτε και των «πρώτων ονομάτων». Πάντα ακούγεται μια τελείως παραμορφώμενη φωνή με πολύ echo. Θυμάμαι παλιά ένας γνωστός μου Dj και ηχολήπτης μου είχε βάλει να ακούσω ένα παρόμοιο εφέ που όπως μου είχε πει το βάζουν για να καλύψουν λάθη των τραγουδιστών την ώρα που ακούγονται. Το εφεδάκι λοιπόν που λέτε είναι πολύ αποτελεσματικό γιατί όπως καθόμασταν αρπάζει το μικρόφωνο, ρυθμίζει την κονσόλα του και αρχίζει να τραγουδάει ώσπου στο τέλος πατάει μια τσιρίδα που πραγματικά από τα ηχεία ακούστηκε μόνο ως ηχώ! Και έρχομαι τώρα εγώ η αφελής να ρωτήσω: ο κάθε άσημος τραγουδιστάκος που τραγουδάει την ώρα που μπαίνει ο κόσμος και κάθεται στα τραπέζια και σημασία δεν του δίνει, δεν μπορεί να μάθει το μοναδικό άντε το πολύ και δεύτερο τραγούδι που λέει κάθε βράδυ όλη τη σαιζόν γιατί τόσα λένε, απλά είναι πολλοί για να φαίνεται υπερπαραγωγή το πρόγραμμα με πολλά μαλλιά και πολλά μίνια, και αναγκάζεται να βάλει βοηθητικά εφεδάκια. Καλά για τις φίρμες δεν το συζητώ… Με τι προσόντα γίνανε φίρμες δεν μπορώ να καταλάβω αν δεν μπορούν να μάθουν ούτε το δικό τους ρεπερτόριο να λένε σωστά! Κι ύστερα ο Παυλίδης και ο κάθε –αξιόλογος- Παυλίδης βγαίνει στο κοινό του και εκτίθεται με καθαρή φωνή και ανοιχτή ψυχή και πληρώνεται σαφώς λιγότερα αφού οι παραστάσεις του θα είναι μόνο 4-5 Τρίτες αφού για τόσο εικάζανε (φαντάζομαι) ότι θα γέμιζε το μαγαζί!
Η Άννα δεν είχε πολλούς φίλους. Ήταν διαρκώς βυθισμένη στις σκέψεις της και ιδιαιτέρως αντικοινωνική. Ίσως και λίγο σνομπ. Από το γυμνάσιο και μετά ήταν διαρκώς μόνη της. Ακόμα κι αν περιστοιχιζόταν από πολύ κόσμο. Ένα φίλο είχε μόνο. Της άρεσε που της ψιθύριζε στο αφτί και τη φώναζε Αννούλα. Η Αννούλα, λοιπόν, δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Δεν γυρνούσες εύκολα να την κοιτάξεις. Έκρυβε το βλέμμα της πίσω από ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά και χαμογελούσε σπάνια στον κόσμο. Κρατούσε τα χαμόγελα της για τον φίλο της. Ο φίλος της όμως ήταν πολύ όμορφος. Και του χαμογελούσαν όλες. Και κάποια στιγμή όπως συμβαίνει πάντα ο φίλος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Και η Αννούλα έμεινε μόνη όπως μένουν μόνες όλες οι Αννούλες του κόσμου.
Δεν την πείραξε όμως. Κράτησε αρκετά και της έφτανε τόσο. Έτσι κι αλλιώς ήταν τελείως ανέλπιστο ό,τι της συνέβη. Δεν κατάλαβε ποτέ τι ακριβώς της έβρισκε ο φίλος, όχι επειδή δεν είχε τίποτα αλλά επειδή δεν είχε όλα όσα οι έφηβοι συνήθως ψάχνουν. Ίσως πάλι αυτό να ήταν που τον τράβηξε πάνω της. Γιατί ο φίλος ήταν γνωστός ωραίος της περιοχής. Άλλωστε δεν ήταν απλά όμορφος, αλλά έκανε πρωταθλητισμό και πολύς κόσμος μαζευόταν στις κερκίδες για να τον θαυμάσει στους αγώνες στην κατηγορία εφήβων. Ήταν μια από τις ελπίδες της Ελλάδας στο στίβο. Έτσι στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζούσαν, ο φίλος φάνταζε ήρωας. Και δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με μια συνηθισμένη κοπέλα. Προτίμησε τα μελαγχολικά μάτια της μικρής Αννούλας. Αλλά τελικά η μικρή Αννούλα δεν είχε απλά μελαγχολικά μάτια. Ήταν μελαγχολική πάντα. Και έτσι ο «διάσημος» φίλος δεν άντεξε. Λογικό ήταν.
Ήταν ένας άγγελος. Την είχε γνωρίσει τελειώνοντας το γυμνάσιο. Είχε πυρόξανθα μαλλιά, και λευκή επιδερμίδα. Είχε καστανά μάτια και ένα μακρύ αριστοκρατικό λαιμό, με μια μικρή ελιά στην πίσω δεξιά πλευρά που κάθε φορά που μάζευε τα μακριά, σπαστά μαλλιά της, όλοι τη ζηλεύανε, όλη θέλανε να τη χαϊδέψουνε. Μα μόνο αυτός μπορούσε να την ακουμπήσει αυτή τη μικρή καστανή ελιά. Τραγουδούσε σαν αηδόνι. Καλύτερα και από τον ίδιο. Είχε μακριά πόδια και σταύρωνε πολύ χαριτωμένα τις γάμπες της. Δεν ήτανε ιδιαίτερα ψηλή. Ούτε και αυτός όμως. Οπότε τι να την έκανε την πανύψηλη. Τον έφτανε μέχρι το υψος των ματιών του. Ίσως και λίγο πιο κάτω. Μόνο λίγο όμως. Είχε και ένα ελάττωμα βέβαια. Έτσι για να μοιάζει λίγο πιο αληθινή. Τα μακριά και γεροδεμένα από το πιάνο δάχτυλα της, είχαν πάντα φαγωμένα νύχια. Μα ήταν πολύ γλυκιά όταν τα δάγκωνε. Δεν μπορούσε να το σταματήσει. Ακόμα και μια μικρή οπτασία μπορεί να έχει αγωνία. Αγωνιούσε για την τέχνη της. Όπως και όλοι οι άνθρωποι που έχουν την αφέλεια να ασχοληθούνε με την τέχνη. Και η μικρή οπτασία, μικρή γιατί όσα χρόνια κι αν περνούσαν έμενε λίγο μετά τα 20, ήθελε να ασχοληθεί με όλες τις τέχνες. Ξεκίνησε και αυτή από τη μουσική. Μετά άρχισε να ζωγραφίζει. Τις άρεσε ιδιαίτερα να ζωγραφίζει μπαλαρίνες. Μικρές μπαλαρίνες που κινούνται με τη χάρη του ανέμου. Και γι’ αυτό άρχισε και η ίδια να χορεύει. Δεν πειράζει που δεν άρχισε να χορεύει από τα τέσσερα. Ούτως η άλλος δεν θα έφτανε ποτέ τα 30. Οπότε είχε όσο χρόνο ήθελε. Επίσης έγραφε πολύ ωραία και ότι έπιανε στα χέρια της γινόταν χρυσός. Της άρεσε να σκαλίζει πάνω σε πολλά υλικά το οτιδήποτε. Όνειρό της ήταν να φτιάχνει σκηνικά θεάτρου. Έτσι θα κέρδιζε τη ζωή της. Αν υπήρχε δηλαδή. Γιατί οι φανταστικές γυναίκες δεν χρειάζονται χρήματα.