Η Άννα δεν είχε πολλούς φίλους. Ήταν διαρκώς βυθισμένη στις σκέψεις της και ιδιαιτέρως αντικοινωνική. Ίσως και λίγο σνομπ. Από το γυμνάσιο και μετά ήταν διαρκώς μόνη της. Ακόμα κι αν περιστοιχιζόταν από πολύ κόσμο. Ένα φίλο είχε μόνο. Της άρεσε που της ψιθύριζε στο αφτί και τη φώναζε Αννούλα. Η Αννούλα, λοιπόν, δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Δεν γυρνούσες εύκολα να την κοιτάξεις. Έκρυβε το βλέμμα της πίσω από ένα ζευγάρι κοκάλινα γυαλιά και χαμογελούσε σπάνια στον κόσμο. Κρατούσε τα χαμόγελα της για τον φίλο της. Ο φίλος της όμως ήταν πολύ όμορφος. Και του χαμογελούσαν όλες. Και κάποια στιγμή όπως συμβαίνει πάντα ο φίλος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Και η Αννούλα έμεινε μόνη όπως μένουν μόνες όλες οι Αννούλες του κόσμου.
Δεν την πείραξε όμως. Κράτησε αρκετά και της έφτανε τόσο. Έτσι κι αλλιώς ήταν τελείως ανέλπιστο ό,τι της συνέβη. Δεν κατάλαβε ποτέ τι ακριβώς της έβρισκε ο φίλος, όχι επειδή δεν είχε τίποτα αλλά επειδή δεν είχε όλα όσα οι έφηβοι συνήθως ψάχνουν. Ίσως πάλι αυτό να ήταν που τον τράβηξε πάνω της. Γιατί ο φίλος ήταν γνωστός ωραίος της περιοχής. Άλλωστε δεν ήταν απλά όμορφος, αλλά έκανε πρωταθλητισμό και πολύς κόσμος μαζευόταν στις κερκίδες για να τον θαυμάσει στους αγώνες στην κατηγορία εφήβων. Ήταν μια από τις ελπίδες της Ελλάδας στο στίβο. Έτσι στη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζούσαν, ο φίλος φάνταζε ήρωας. Και δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με μια συνηθισμένη κοπέλα. Προτίμησε τα μελαγχολικά μάτια της μικρής Αννούλας. Αλλά τελικά η μικρή Αννούλα δεν είχε απλά μελαγχολικά μάτια. Ήταν μελαγχολική πάντα. Και έτσι ο «διάσημος» φίλος δεν άντεξε. Λογικό ήταν.
Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2007
1.5
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου